ιδεολόγος

ιδεολόγος
ό
1. ο οπαδός ιδεολογικού φιλοσοφικού συστήματος
2. ο προσηλωμένος σε μια ιδέα χωρίς καμιά ιδιοτέλεια
3. αυτός που στερείται πρακτικού πνεύματος και απασχολείται μόνο με την αφηρημένη σκέψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ideologue < ideo- (πρβλ. ιδέα) + -logue (πρβλ. -λογος < λόγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στον Παν. Κοδρικά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ιδεολόγος — ο, η 1. ιδεαλιστής: Ο ιδεολόγος βάζει πάνω απ όλα τις πεποιθήσεις του. 2. ουτοπιστής, άνθρωπος χωρίς πρακτικό πνεύμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Andreas Papandreou — Infobox Prime Minister name =Andreas Georgiou Papandreou el. Ανδρέας Γεωργίου Παπανδρέου caption = order =3rd and 8th Prime Minister of the Third Hellenic Republic term start =October 21, 1981 term end =July 2, 1989 October 13, 1993ndash January… …   Wikipedia

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • ιδέα — Φιλοσοφική έννοια. Κατά την πρωταρχική της έννοια σημαίνει την ορατή μορφή, την όψη. Κατ’ επέκταση, ο όρος αναφέρεται γενικά στη μορφή, στο είδος και στο γένος. Στην καθημερινή χρήση της, η λέξη ι. υπονοεί καθετί που υπάρχει στον ανθρώπινο νου… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Μιχαηλόφσκι, Νικολάι Κονσταντίνοβιτς — (Μεσκόφσκ, Καλούγκα 1842 – Πετρούπολη 1904). Ρώσος στοχαστής, δοκιμιογράφος και λογοτεχνικός κριτικός. Μέγας ιδεολόγος του «λαϊκισμού», έμεινε προσκολλημένος σε μια θετικιστική και αγνωστική φιλοσοφική αντίληψη. Αρνήθηκε την άποψη ότι η ρωσική… …   Dictionary of Greek

  • Ντομπρολιούμπωφ, Νικολάι Αλεξάντροβιτς — (Nikolai Alexandrovich Dobrolyubov,Νίζνι Νόβγκοροντ 1836 – Αγία Πετρούπολη 1861). Ρώσος φιλόσοφος και λογοτεχνικός κριτικός. Γιος ορθόδοξου ιερέα, έζησε τα παιδικά και τα νεανικά του χρόνια στην αθλιότητα, αλλά και στη μελέτη· σε ηλικία μόλις 20… …   Dictionary of Greek

  • ιδεαλιστής — ο θηλ. ιδεαλίστρια 1. οπαδός του ιδεαλισμού: Οι ιδεαλιστές αρνούνται ότι το πνεύμα είναι προϊόν της ύλης. 2. ουτοπιστής, αυτός που επιδιώκει το ανέφικτο. 3. ιδεολόγος, αυτός που έχει θέσει ορισμένες αξίες πάνω από το υλικό συμφέρον. 4. οπαδός του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”